ξεταπώνω
Смотреть что такое "ξεταπώνω" в других словарях:
ξεταπώνω — αφαιρώ την τάπα, το βούλλωμα, εκπωματίζω … Dictionary of Greek
αναπωμάζω — ἀναπωμάζω (Α) σηκώνω και βγάζω το πώμα, ξεβουλλώνω, ξεταπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πωμάζω «σκεπάζω με πώμα, βουλλώνω». ΠΑΡ. νεοελλ. αναπωμαστήρας ( ήρ)] … Dictionary of Greek
ξετάπωμα — το [ξεταπώνω] αφαίρεση τής τάπας, τού βουλλώματος ενός δοχείου, εκπωμάτιση … Dictionary of Greek